σμήναρχος

σμήναρχος
ο, Ν
1. βαθμός ανώτερου αξιωματικού τής πολεμικής αεροπορίας αντίστοιχος με τον βαθμό τού συνταγματάρχη τού πεζικού
2. διοικητής σμήνους αεροπλάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμήναρχος — ο ανώτερος αξιωματικός της αεροπορίας που διοικεί σμηναρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… …   Wikipedia

  • Военно-воздушные силы Греции — Ελληνική Πολεμική Αεροπορία Военно воздушные силы Греции Эмблема ВВС Греции Страна …   Википедия

  • Comparative officer ranks of World War II — The following table shows comparative officer ranks of major Allied and Axis powers during World War II. For modern ranks refer to Comparative military ranks. KEY: Navy Army Air Force[1] Waffen SS/Allgemeine SS Generic ranks not specific to any… …   Wikipedia

  • Polemikí Aeroporía — Πολεμική Αεροπορία Logo de la force aérienne grecque Période 1911 Pays …   Wikipédia en Français

  • σμηναρχία — η, Ν [σμήναρχος] μονάδα τής πολεμικής αεροπορίας που αντιστοιχεί με το σύνταγμα τού στρατού ξηράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”